- γωνίωση
- η (AM γωνίωσις) [γωνιούμαι]το γωνίασμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάταγμα — Κάθε απροσδόκητη λύση της συνέχειας ενός οστού ή χόνδρου, οφειλόμενη στην ενέργεια μιας δύναμης (βίας) από χτύπημα ή πτώση, η οποία κατανικά την αντίσταση και την ελαστικότητα του οστού. Τα κ. διακρίνονται σε τραυματικά (που οφείλονται σε… … Dictionary of Greek
Ποτ, νόσος του- — O εντοπισμός φυματίωσης στη σπονδυλική στήλη. Η νόσος, που αναγνωρίστηκε πρώτα από τον Άγγλο χειρουργό Πέρσιβαλ Ποτ (1713 – 1788), προσβάλλει συχνότερα την παιδική ηλικία και καταστρέφει έναν ή περισσότερους γειτονικούς σπονδύλους, των οποίων η… … Dictionary of Greek